μετοχάρης

μετοχάρης
μετοχάρης κ. μετοχιάριος κ. μετόχιος ο
монах монастырского подворья

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μετοχάρης" в других словарях:

  • μετοχάρης — ο, θηλ. μετοχάρισσα (Μ μετοχάρης και μετοχιάρης) 1. (ιδίως για μοναχό) αυτός που κατοικεί σε μετόχι, ο μετοχιάριος 2. χωρικός ο οποίος κατοικεί και καλλιεργεί μετόχιο μονής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετόχι + κατάλ. (ι)άρης] …   Dictionary of Greek

  • μετοχιάρης — μετοχιάρης, ὁ (Μ) βλ. μετοχάρης …   Dictionary of Greek

  • μετοχιάριος — ο [μετόχι] ο μετοχάρης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»